ὑδράνη

ὑδράνη
ὑδράνη· τὸ ἀκραιφνὲς καὶ καθαρόν, Hsch. [full] ὑδρανός· ὁ ἁγνιστὴς τῶν Ἐλευσινίων, Id.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υδράνη — Α (κατά τον Ησύχ.) «τὸ ἀκραιφνὲς καὶ καθαρόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. ὑδράνα (βλ. λ. ὑδράνα)] …   Dictionary of Greek

  • υδρανός — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἁγνιστὴς τῶν Ἐλευσινίων». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. ὑδράνα (πρβλ. και τον τ. ὑδράνη)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”